- ἡμεδαπός
- ἡμεδαπόςof our landmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημεδαπός — Το άτομο που κατάγεται από τη χώρα στην οποία ζει. Ο χαρακτηρισμός αυτόςαποτελεί νομικό όρο και υποδηλώνει το άτομοπου έχει την ιθαγένεια μίας χώρας, σε αντίθεση με τον ξένο, τον αλλοδαπό. Η κατοχή ή όχι της ιθαγένειας έχει συνέπεια, από νομική… … Dictionary of Greek
ημεδαπός — ή, ό που κατάγεται ή προέρχεται από τη χώρα μας, ομοεθνής, δικός μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμεδαπά — ἡμεδαπός of our land neut nom/voc/acc pl ἡμεδαπά̱ , ἡμεδαπός of our land fem nom/voc/acc dual ἡμεδαπά̱ , ἡμεδαπός of our land fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαπῶν — ἡμεδαπός of our land fem gen pl ἡμεδαπός of our land masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαπόν — ἡμεδαπός of our land masc acc sg ἡμεδαπός of our land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαποῖο — ἡμεδαπός of our land masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαποῖς — ἡμεδαπός of our land masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαποί — ἡμεδαπός of our land masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαποῦ — ἡμεδαπός of our land masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαπούς — ἡμεδαπός of our land masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)